Καθώς γινόμαστε κατσαρίδες / Becoming cockroaches

Νέλλυ Καμπούρη / Nelli Kambouri


Απο προχθές στο Σύνταγμα ζούμε σαν τις κατσαρίδες. Μας ψεκάζουν ασταμάτητα ανεξαρτήτως του τι κάνουμε ή λέμε κι εμείς επιμένουμε. Φεύγουμε για λίγο και μετά ξαναερχόμαστε. Μετακινούμαστε, ξεκουραζόμαστε και μετά πάλι. Στη Βουλής πριν ακόμα αρχίσουν τα δακρυγόνα σήμερα το πρωί καθόμασταν σ' ένα πεζούλι και τα ΜΑΤ συνέλαβαν τον διπλανό μας που απλά καθόταν. Στις διαμαρτυρίες απάντησαν πιάνοντας στο ξύλο έναν άλλο περαστικό που είχε πάει να πάρει καφέ. To να στέκεσαι σε κοντινή απόσταση από το Σύνταγμα μοιάζει επικίνδυνο και σίγουρα ύποπτο. Οι συλλήψεις γίνονται για να διαλύσουν τον κόσμο ο οποίος μετακινείται ακόμα πιο κοντά αντί να φεύγει.


Καθώς γινόμαστε κατσαρίδες αρχίσουμε να υιοθετούμε χωρίς να το πολυκαταλαβαίνουμε τακτικές στάσης, επιμονής και αντοχής που πριν μας ήταν άγνωστες. Ψεκάζουν διαρκώς, κάνουν τρομακτικούς θορύβους - το πλήθος απαντά με το να παραμένει εκεί. Κάπως σαν τις κατσαρίδες που ολοένα και γίνονται πιο ανθεκτικές στα χημικά μεταλλασσόμαστε με διάφορα προσθετικά. Φορώντας μάσκες, κρέμες και γυαλιά προφυλάσσόμαστε και συνεχίζουμε. Οι φιγούρες με τις μάσκες και τα μαλόξ αναγνωρίζονται και στέλνουν μηνύματα ακόμα και σε μεγάλη απόσταση από το Σύνταγμα.


Ακόμα και τώρα που ψηφίστηκε το μεσοπρόθεσμό οι τακτικές αυτές ισχυροποιούν το πλήθος. "Να γίνει συνέλευση τώρα" έλεγε κάποιος εν μέσω ενός σύννεφου από δακρυγόνα. ¨"Όπως έγινε κι η συναυλία χθες". Πλέναμε, καθαρίζαμε την πλατεία και με μια μικροφωνική που δεν ακουγόταν έπαιζαν οι Tiger Lillies. Τα δακρυγόνα έπεφταν κι όλοι κάθονταν εκεί.


Η κλασσική αντιπαράθεση-πετροπόλεμος μοιάζει και είναι δευτερεύουσα μπροστά σε αυτές τις τακτικές. Οι κατσαρίδες δεν επιτίθενται, δεν κάνουν πολύ θόρυβο και δεν σπάνε τίποτα. Αλλά είναι απείρως πιο ανθεκτικές και παραγωγικές από αλλά ζώα που σιγά σιγά εξαφανίζονται.



-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------


Since yesterday, June 28, we live like cockroaches in Syntagma square. We are sprayed continuously with chemicals by the Greek police regardless of what we do or what we say, but we persist. We leave Syntagma square for a while to catch our breath and keep on coming back. We rest a bit and return to the square. Even before the chemicals began exploding yesterday morning, we were just sitting on the pavement and the riot police stormed and arrested a person seating nearby. When we protested against the arrest, the riot police responded by arresting another passerby who was just exiting a coffee shop with a coffee in his hand. To be just standing close to Syntagma square seems dangerous and certainly suspicious. The arrests are being enacted to disperse the crowds, but we keep on moving closer to the square instead of leaving.


As we are becoming cockroaches we begin, without really realizing it, to adopt tactics of stasis, of perseverance and of endurance, that were previously unknown to us. Chemicals keep on flying, sound bombs keep on exploding all around us making terrible noise and the crowds respond by not leaving, by remaining at Syntagma square. Becoming cockroaches and growing more and more resistant to the chemicals, our bodies begin to mutate. In gas masks, painting maalox on our faces, wearing sun glasses, we persist. The figures in gas masks recognize each other even when they meet further away from Syntagma square.


Even now that the austerity law was approved in the Greek parliament, the crowds are not leaving, they are reinforced. “Let’s have an assembly now,” said someone in the midst of a cloud of chemicals. Like we did when we “staged the music concert yesterday”, he explains. Yesterday, we were cleaning and washing the square with water for hours to disperse the smell of the chemicals and then from a defunct PA system the Tiger Lillies played live on Syntagma square. Chemicals and sound bombs started to explode again all around Syntagma, but everybody remained on the square and kept on dancing.


The classic urban tactics of confrontation -like throwing marbles, stones, and molotov cocktails against the police- seem and are secondary in face of our tactics. Cockroaches do not attack, they do not make much noise, nor do not destroy something. But, we cockroaches are far more persistent and productive than other animals that are slowly disappearing.

Το Balthazar, το Σύνταγμα και η «κοινή αφήγηση»

Πλατεία Συντάγματος (φωτό via el fotografo arremolina / Realdemocracygr – MultiMedia team)

από Effi Yannopoulou
(αναδημοσίευση από http://networkedblogs.com/jCgoO)

Την περασμένη εβδομάδα, κατόπιν επιμονής ενός φίλου και παρά την αρχική απροθυμία μου, βρέθηκα στο bar-restaurant Balthazar. Πέμπτη βράδυ και στον ευχάριστο κατά τα άλλα κήπο ένιωσα σαν να βρισκόμουν σε άλλη χώρα ή σε άλλο χρόνο. Αλλά πρώτα λίγη ιστορία: Το Balthazar το άνοιξαν το 1973 η συγγραφέας Καίη Τσιτσέλη και ο Νίκος Παλαιολόγος και για δέκα περίπου χρόνια υπήρξε ένα εστιατόριο-θρύλος (βλ. εδώ). Το Balthazar ήταν ένα από τα πρώτα μπαρ που επισκέφθηκα στην Αθήνα το 1985, έχοντας μόλις κατέβει στην πρωτεύουσα, πρωτοετής φοιτήτρια. Τότε δεν το είχαν πια η Τσιτσέλη και ο Παλαιολόγος. Τότε επίσης ξεκινούσε η κουλτούρα του βάρβαρου νεοπλουτισμού της δεύτερης πασοκικής τετραετίας. Ίσως γι’ αυτό να μη μου άρεσε ποτέ πολύ το Balthazar ούτε το αδελφό τότε Rock’n’roll. Γι’ αυτό να μην έγιναν στέκια μου. Καταλάβαινα τους φίλους που τα είχαν ζήσει σε εποχές περασμένης δόξας, αλλά η Ελλάδα της «πόρτας», του «πούρου» και του γενικότερου νεοπλουτισμού, ακόμα και στην πιο ποιοτική εκδοχή της, ποτέ δεν μ’ έκανε να αισθανθώ άνετα. Στο Balthazar πήγα λίγες σχετικά φορές μέσα σ’ αυτά τα 26 χρόνια που έχουν περάσει από το 1985.

Και την προηγούμενη βδομάδα διαπίστωσα ότι το Balthazar δεν έχει αλλάξει καθόλου. Πέμπτη βράδυ, ο κήπος ήταν ασφυκτικά γεμάτος από έναν κόσμο που έμοιαζε να μην έχει ακούσει λέξη για την κρίση. Απ’ ό,τι έμαθα διατηρείται ακόμα, έστω και χαλαρά, η «πόρτα». Κι εγώ, τη στιγμή που κατέβαινα από το ταξί, αναρωτιόμουν πώς ζήσαμε τόσα χρόνια εκείνη την ηλιθιότητα! Οι θαμώνες του Balthazar, ακόμα κι αν ζουν στο κέντρο της πόλης, είμαι βέβαιη πως βλέπουν την εξαθλίωσή του μόνο στην τηλεόραση, πως ξέρουν για τους «αγανακτισμένους», τις πορείες και τα επεισόδια από τα δελτία των οκτώ. Τίποτα δεν έδειχνε να έχει αλλάξει από εκείνο το καλοκαίρι της κούρσας του Χρηματιστηρίου, όταν ακόμα και στις παραλίες από τα κινητά εκφέρονταν οι λέξεις «πούλα» και «αγόρασε» πιο συχνά κι από το εκνευριστικό «έλα, πού είσαι;». Την εποχή που το μήκος και η διάμετρος του πούρου είχαν αποκτήσει χαρακτήρα δήλωσης πλούτου, κύρους, και φυσικά λεπτού γούστου. Που το να περνάς τις πόρτες αντίστοιχων κέντρων διασκέδασης και να σου μιλούν με το μικρό σου όνομα μπάρμαν και γκαρσόνια ήταν ατράνταχτο τεκμήριο επιτυχίας. Η «κοινή αφήγηση με θετικό δημιουργικό πυρήνα», που την απουσία της ανακαλύπτει όψιμα ο Γ. Βούλγαρης στο άρθρο του της 18/6 στα Νέα, τότε χάθηκε για την ελληνική κοινωνία. Τότε που επικράτησε η αφήγηση του απόλυτου ατομισμού, του εύκολου χρήματος και μαζί της η απίστευτη κενότητα. Και η απαξίωση του συστήματος ξεκίνησε με τη «φούσκα» του χρηματιστηρίου και συνεχίστηκε, αφού τελείωσε η εθνεγερτική φαντασίωση των Ολυμπιακών αγώνων, με μια καταιγίδα σκανδάλων, με τον ξεπεσμό της πολιτικής σε πρακτικές που θύμιζαν ιταλική μαφία, με εξωφρενικές δηλώσεις υπουργών περί «νομίμου» και «ηθικού». Φυσικά πάντα υπήρχαν και υπάρχουν ενδιαφέρουσες, θετικές και δημιουργικές αφηγήσεις ατόμων ή μικρών ομάδων, αλλά το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού «έχασε την μπάλα», δεν ήξερε πια τι να πιστέψει, από πού να κρατηθεί. Οι «Ολυμπιακοί αγώνες», η τελευταία του φαντασίωση, ξεχάστηκαν σχεδόν με την τελετή λήξης και άφησαν πίσω τους απλήρωτους λογαριασμούς και το Μπάντμιντον, η είσοδος στη ζώνη του ευρώ φαινομενικά τουλάχιστον τον οδήγησε στη χειρότερη κρίση των τελευταίων σαράντα χρόνων, το πελατειακό σύστημα με το οποίο τον χειρίζονταν όλα αυτά τα χρόνια εξεμέτρησε τις μέρες του. Και τώρα τι;

Σήμερα, οι γραφιάδες των εφημερίδων ανακαλύπτουν το τέλος των κοινών αφηγήσεων και την απαξίωση της πολιτικής και του κοινοβουλευτικού συστήματος στην πλατεία Συντάγματος, στην αγανάκτηση και στα συνθήματα του τύπου «να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή». Αντανακλαστικά δεινοσαύρου. Τόσα χρόνια τώρα, ποια ήταν η «κοινή αφήγηση» που συνέδεε και ενέπνεε την ελληνική κοινωνία;

Δεν διάλεξα τυχαία το παράδειγμα του Balthazar, το διάλεξα γιατί το Balthazar της δεκαετίας 1973-1983 αποτελούσε πράγματι έναν τόπο όπου συγκεντρώνονταν άνθρωποι που τους συνέδεε και τους ενέπνεε μια κοινή, θετική και δημιουργική, αφήγηση για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, ενώ το ίδιο εστιατόριο στη δεκαετία του ’90 ήταν πια ένας τόπος που εξέθετε αναίσχυντα την κατάρρευση κάθε κοινής αφήγησης. Γιατί λοιπόν κρούουν τώρα τον κώδωνα του κινδύνου οι αρθρογράφοι των εφημερίδων, γιατί δεν βλέπουν ότι στο Σύνταγμα αρθρώνονται κάποια ψήγματα έστω αυτής της νέας κοινής αφήγησης, γιατί δεν αντιλαμβάνονται επίσης ότι καθετί θετικό, και οι «κοινές αφηγήσεις» φυσικά, ξεκινά από μια άρνηση, από μια απόρριψη.

Αποτελεί κοινό τόπο στις εφημερίδες ότι το μόνο που ζητούν οι συγκεντρωμένοι στις πλατείες είναι να μην αλλάξει τίποτα, ότι το μόνο που νοσταλγούν είναι η Ελλάδα της προ κρίσης περιόδου με όλη τη γνωστή παθολογία της. Κι όμως αν πάει κανείς ένα βράδυ στην πλατεία Συντάγματος και το ίδιο ή ένα άλλο βράδυ στο Balthazar, θα καταλάβει ότι οι άνθρωποι στην πλατεία Συντάγματος έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται πως η Ελλάδα πρέπει ν’ αλλάξει, πως η κοινή αφήγηση πρέπει να φτιαχτεί, πως πρέπει να ξαναβρούν κάτι να πιστέψουν. Κάποιοι απ’ αυτούς το έχουν καταλάβει άτσαλα, αφελώς, χωρίς βαθιά σκέψη, χωρίς σαφείς διατυπώσεις. Κάποιοι απ’ αυτούς θα αλλάξουν πραγματικά μέσα απ’ αυτή την εμπειρία. Κάποιοι θα βρουν στοιχεία για να φτιάξουν αυτή την «κοινή αφήγηση». Αυτοί που δεν το έχουν καταλάβει είναι οι θαμώνες του Balthazar. Γι’ αυτό και δεν με νοιάζει τι έκαναν πριν το Σύνταγμα οι συγκεντρωμένοι στην πλατεία. Γι’ αυτό και δεν έχει μεγάλη σημασία αν πούλησαν την ψήφο τους για μια θέση στο Δημόσιο, αν είναι εθνικιστές ή αριστεριστές, φοροφυγάδες ή προώρως συνταξιοδοτηθέντες, ή αν μέχρι χτες ονειρεύονταν να περάσουν ένα βράδυ τη σκληρή ή χαλαρή πόρτα του Balthazar. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι βρίσκονται τώρα εδώ και συμμετέχουν στο συμβάν, σ’ ένα συμβάν που τους έχει ήδη ή πρόκειται να τους αλλάξει.

Και νομίζω πως αυτό το αίτημα της αλλαγής, το «Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε», έχει περισσότερες πιθανότητες να το συνειδητοποιήσει η πλατεία Συντάγματος, περισσότερες σίγουρα από τους θαμώνες του Balthazar, περισσότερες ίσως κι από τον πρωθυπουργό, την κυβέρνησή του κι ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού, που συνεχίζουν να απαξιώνουν και να εξευτελίζουν τις αξίες που θα μπορούσαν να στηρίξουν μια «κοινή αφήγηση».



William Hogarth and the South Sea Company


Η παραπάνω γκραβούρα του άγγλου ζωγράφου William Hogarth, που ανήκει στο στυλ της παράδοσης της πολιτικής καρικατούρας, είναι εμπνευσμένη από τη μανία για οικονομική και πολιτική κερδοσκοπία που ξεκίνησε στην Αγγλία γύρω στο 1711 και κατέληξε εννέα χρόνια αργότερα σε γενικό οικονομικό χάος και χρεωκοπία.

Η ιστορία της κρίσης έχει ως εξής. Μια εταιρεία, η South Sea Company ήταν μια Βρεττανική μετοχική εταιρεία, που ιδρύθηκε το 1711. Της δόθηκε το μονοπώλιο του εμπορίου με τις Ισπανικές αποικίες της Λατινικής Αμερικής, σαν μέρος μιας συνθήκης που έγινε κατά την διάρκεια του ''Πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής'', με αντάλλαγμα την ανάληψη από τη μεριά της εταιρείας, να αποπληρώσει το εθνικό χρέος της Αγγλίας που δημιουργήθηκε στον πόλεμο. Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές των τότε άγνωστων και εξωτικών περιοχών εθεωρούντο ανεξάντλητες. Η κερδοσκοπία πάνω στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, οδήγησε σε μια τεράστια οικονομική φούσκα το 1720, με τις μετοχές της εταιρείας να ανεβαίνουν πολύ γρήγορα από τις 100 στις 1000 λίρες κάθε μια. Πολλοί αφελείς επενδυτές χρεωκόπησαν όταν έσκασε η φούσκα και η αξία του κεφαλαίου της South Sea Company κατέρρευσε. Ακολούθησε πολιτικό σκάνδαλο, όταν έγιναν γνωστές οι απάτες μεταξύ των διευθυντών της εταιρείας και η παράλληλα συμπλέουσα διαφθορά στους υπουργούς.

Η ωμή αλληγορική δουλειά του Hogarth, απεικονίζει τον λαό να αναλώνεται σε κερδοσκοπίες κάθε είδους, σε τέτοιο βαθμό που να λησμονεί τις ''ανησυχίες'' της μεσαίας τάξης για το εμπόριο, τη βιομηχανία, τη θρησκεία,, την τιμή και την αξιοπρέπεια. Στο κέντρο μιας καρναβαλικής σκηνής, που είναι γεμάτη με βία και χάος, στέκεται ένας μύλος, ένα ''γύρω-γύρω όλοι'' μιας παιδικής χαράς, που το τρέχει η South Sea Company. Καβάλα σ΄αυτό βρίσκεται μια παράξενη ποικιλία από φιγούρες.

Ένας τρομοκρατημένος Σκωτσέζος ευγενής, ένας χαρωπός τύπος, μια στρίγγλα μάγισσα, ένας τεμπέλης λούστρος, και ένας κληρικός που χαριεντίζεται με μια πουτάνα. Στην κορυφή του τροχού της τύχης στέκεται μια κατσίκα, το σύμβολο της επιθυμίας, στο διπλανό σπίτι με τα κέρατα στην οροφή οι γυναίκες διαλέγουν άνδρες στη λοταρία, ενώ στο βάθος διακρίνεται ο σταυρός της εκκλησίας του Αγίου Παύλου.

Αριστερά, το κυβερνείο (που αναγνωρίζεται από το άγαλμα του Μαγώγ προστάτη του Σίτυ, του οικονομικού κέντρου του Λονδίνου) έχει καταληφθεί από τον διάβολο που στέκεται με ένα δρεπάνι κάτω από το ρολόι, σαν άρχοντας του χρόνου, κατακρεουργώντας την Τύχη (Fortune) και πετώντας τα κομμάτια της στις μάζες που καυγαδίζουν για να τα αρπάξουν. Ένας πορτοφολάς κλέβει ένα ''διδάσκαλο'' στο πλήθος. Στη γωνία, τρεις άλλοι ''διδάσκαλοι'' διαφορετικών δογμάτων παίζουν τον παπά, με συμπεριφορά αντίστοιχη αυτής των Ρωμαίων, που έπαιξαν στα ζάρια τον μανδύα του Ιησού. Στο προσκήνιο η ''Τιμιότητα'' θρυμματίζεται στον τροχό, ενώ παρευρίσκεται μόνο ένας απαθής κληρικός.

Κάτω από το μνημείο της ''Μεγάλης Φωτιάς του Λονδίνου'' που στη γκραβούρα το κοσμούν αλεπούδες, η ''Εντιμότητα'' μαστιγώνεται από τη ''Διαστροφή'' η οποία ετοιμάζει τη δολοφονία της, ενώ ταυτόχρονα της πέφτει η μάσκα. Βοηθός της είναι ένας πίθηκος που αφαιρεί το πουκάμισο από την ''σαν του Χριστού'' πλάτη της ''Εντιμότητας''. Στη σκιά μπροστά, το ''Εμπόριο'' μαραζώνει μόνο του πεσμένο στο έδαφος. (Το ΔΝΤ δεν έχει φανεί ακόμα, στρίβει στη γωνία του χρόνου).


Ηλίας Μαρμαράς




Η δημοκρατία γεννιέται στις πλατείες

του Χρήστου Γιοβανόπουλου


Ίσως δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη της τομής που αποτελεί το “κίνημα των πλατειών” από τον ανοιχτό, συμμετοχικό, αμεσοδημοκρατικό τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του. Μέσα σε μία βδομάδα έχει δώσει ζωή σε μία άλλου τύπου πολιτική κουλτούρα που υπερβαίνει κυριολεκτικά όλα τα γνωστά μοντέλα οργάνωσης και αγώνα μέχρι τώρα.

Αν και το ζήτημα των διαδικασιών του είναι ατελές, επανέρχεται συνέχεια και απασχολεί ξανά και ξανά, είναι ωστόσο η μεγαλύτερη παρακαταθήκη που ήδη αφήνει στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν προβλήματα ανοργανωσιάς, αναποτελεσματικότητας, αργοπορίας. Λαμβάνοντας υπ’όψιν όμως τον εκρητικό ρυθμό ανάπτυξης του, την έλλειψη προηγούμενης εμπειρίας του δυναμικού που το ξεκίνησε, όπως και την ανάγκη σύνθεσης βήμα το βήμα ετερόκλητων και διαφορειτκών απόψεων όλων των συμμετεχόντων μέσα από ανοιχτές διαδικασίες, όλα αυτά είναι αναμενόμενα. Αν και χρονοβόρες οι διαδικασίες του είναι ευέλικτες και κάθε μέρα τροποποιούνται, αυτοκριτικάρονται, διορθώνονται με βάση τα λάθη, τις παρατηρήσεις και τις προτάσεις που προκύπτουν από την ίδια την δοκιμασία τους στην πράξη.

Ο ανοιχτός, ισότιμος και συμμετοχικός χαρακτήρας διαδικασιών και τρόπων οργάνωσης είναι αποτέλεσμα της επιθυμίας να βρεθούν αυτές οι διαδικασίες που ενώνουν όλους όσους χτυπιούνται από την κρίση και δυσφορούν με το σημερινό πολιτικό σύστημα. Ο ειρηνικός και μη κομματικός χαρακτήρας της αρχικής έκκλησης ήταν η συνθήκη που διαμόρφωσε έναν κοινό δημόσιο χώρο όπου όλοι βρίσκονταν σε αυτόν μαζί, χωρίς διακριτικά, για να συναποφασίσουν μιλώντας από το ίδιο επίπεδο.

Η άρνηση να ορίσει ή εκλέξει εκπροσώπους, πέρα από την αμηχανία που προκαλεί στις δυνάμεις του κράτους που δεν ξέρουν πως να το αντιμετωπίσουν μιας και ανατρέπει τις τακτικές τους χειρισμού, συκοφάντησης και διάλυσης των λαϊκών εκδηλώσεων οργής, αυτή η επικύνδινη “απροσωπεία” του κατά τον Πρετεντέρη, είναι ο καλύτερος τρόπος διασφάλισης της διαφάνειας στην οργάνωση του, όπως και της θέλησης ό,τι παράγει το κίνημα να εκφράζει τους πάντες και όχι μόνο ένα, το πιο “πρωτοπόρο” (σικ) ή “πολιτικοποιημένο” (σικ) κομμάτι του.

Έτσι το ζήτημα των διαδικασιών δεν αποτελεί απλά ζήτημα οργάνωσης αλλά ουσίας. Ουσίας διαφύλαξης των συνθηκών ενότητας, συμμετοχής, ελεύθερης πρόσβασης στο δικαίωμα λόγου και στη λήψη αποφάσεων στις λαϊκές του συνελεύσεις, ομάδες εργασίας, θεματικές συνελεύσεις και άμεσης κρίσης και ελέγχου τους. Και αυτή η αντίληψη άρνησης κάθε είδους εκπροσώπησης ή διαμεσολάβησης, όπως εξασφαλίσεται με τη συνεχή εναλλαγή και ανακλητότητα στις διάφορες θέσεις, διαπερνάει όλες τις δομές και θεσμούς που γεννάει αυτό το κίνημα.

Στα πλαίσια αυτά διαοφοροποιείται και η στάση του απέναντι στα ΜΜΕ, με την άρνηση απεύθυνσης προς αυτά, έστω και με δελτία τύπου, την περιφρούρηση του τι φωτογραφίζεται ή κινηματογραφείται από τις διαδικασίες και την οργάνωση του, και κυρίως με τη δημιουργία δικών του καναλιών επικοινωνίας, με κεντρικό τον ιστότοπο του www.real-democracy.gr, σαν μοναδικού μέσου-φωνή των αποφάσεων του.



Η λαϊκή συνέλευση


Η καθημερινή λαϊκή συνέλευση της πλατείας Συντάγματος (9μμ), όπως και οι αντίστοιχες άλλων πόλεων, είναι οι μόνες που έχουν το δικαίωμα λήψης αποφάσεων. Η θεματολογία κάθε λαϊκής συνέλευσης ορίζεται με βάση την συζήτηση, τα αιτήματα και τις προτάσεις που κατατέθηκαν σε προηγούμενες συνελεύσεις.

Αυτά καταγράφονται όλα σε πρακτικά που δημοσιεύονται και ηλεκτρονικά, όπου επίσης μαζεύονται προτάσεις και μαζί με άλλα αιτήματα πολιτών που κατατίθενται στη διάρκεια της ημέρας στην γραμματεία, πηγαίνουν για ομαδοποίηση και σύνθεση στις αντίστοιχες θεματικές ομάδες και επιστρέφουν με τη μορφή συγκεκριμένων προτάσεων στην λαϊκή συνέλευση για διαβούλευση και έγκριση.

Τα τελικά ψηφίσματα διαμορφώνονται κατά τη διάρκεια της συνέλευσης ανάλογα με τις παρατηρήσεις των ομιλούντων και τίθενται για έγκριση ή μη, πριν τις 12 μμ, ώστε να μην αποκλείονται από την ψηφοφορία οι εργαζόμενοι ή όσοι πρέπει να χρησιμοποιήσουν μέσα μαζικής μεταφοράς για να γυρίσουν στις γειτονιές τους.

Δικαίωμα λόγου έχουν όλοι και στην αρχή κάθε συνέλευσης, μετά την ανάγνωση και έγκριση της θεματολογίας, μοιράζονται κλήροι με αριθμούς σε όσους επιθυμούν να μιλήσουν και οι ομιλητές βγαίνουν με κλήρωση κατά τη διάρκεια της συνέλευσης. Συνήθως οι ομιλητές κυμαίνονται μεταξύ 80-100 μέχρι τη στιγμή της ψηφοφορίας, ενώ στις συνελέυσεις συμμετέχουν καθημερινά πάνω από 2000 κόσμου. Παρά το στοιχείο του τυχαίου, από την μέχρι στιγμής εμπειρία της συνέλευσης ο τρόπος αυτός έχει αποδειχτεί ο καλύτερος για να αποφεύγονται φαινόμενα εκβιασμού της ατζέντας ή των αποφάσεων της από οργανωμένου τύπου παρεμβάσεις.

Μετά τις 12 μμ, στιγμή μέχρι την οποία πρέπει η συνέλευση να έχει αποφασίσει, η συνέλευση συνεχίζεται σαν ανοιχτό βήμα διαλόγου.



Οι ομάδες εργασίας


Μέχρι στιγμής υπάρχουν πάνω από 15 ομάδες εργασίας και 12 θεματικές.

Οι ομάδες εργασίας αποτελούν την οργανωτική ραχοκοκαλιά της ζωής στην πλατεία και η συνεισφορά τους είναι ανεκτίμητη. Όχι μόνο γιατί δίνουν πρακτικές λύσεις και μέχρι στιγμής, παρά τα πολλά προβλήματα και καθυστερήσεις, έχουν ανταποκριθεί στις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες διαμόρφωσης και λειτουργίας του χώρου και των διαδικασιών στην πλατεία, αλλά κυρίως γιατί ήταν αυτές οι ίδιες η καλύτερη έκφραση του πνεύματος προσφοράς του κόσμου, της επιθυμίας του να πάρει τη ζωή του στα χέρια του και των δυνατοτήτων της αυτοοργάνωσης του, χωρίς ειδικούς και κεφάλαια, αλλά στηριγμένος μόνο στις ίδιες του τις δυνάμεις. Στις λίστες των ομάδων έχουν εγγραφεί χιλιάδες κόσμου και αυτή η διαθεσιμότητα είναι η κινητήρια δύναμη του κινήματος παρ’όλο που δεν έχει αξιοποιηθεί με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο μέχρι στιγμής, λόγω και της αλματώδους ανάπτυξης του.

Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τις μεγάλες ανάγκες που υπάρχουν και παρά την τεράστια προσφορά του κόσμου να προσφέρει οικονομική ενίσχυση έχει απορριφθεί η ιδέα δημιουργίας ταμείου. Οχι μόνο για λόγους κινδύνων στη διαχείριση των χρημάτων, αλλά και για να δειχθεί ότι υπάρχει και άλλος τρόπος που μπορούν να γίνονται τα πράγματα. Έτσι προτείνονται οι προσφορές σε είδος που μπορεί να είναι από στυλό και φαγητό, μέχρι μικροφωνικές εγκαταστάσεις και προβολείς ταινιών. Ένα πεδίο που η διάθεση προσφοράς του κόσμου έχει ξεπεράσιε κάθε προσδοκία.

Μέχρι στιγμής λειτουργούν ομάδες τεχνικής υποστήριξης, εφοδιασμού υλικών, καλλιτεχνών, καθαρισμού, γραμματειακής υποστήριξης, σίτισης, μεταφράσεων, σεβασμού (περιφρούρησης), επικοινωνίας – multimedia, νομικής υποστήριξης, εξορμήσεων, υγείας, τράπεζας χρόνου και ανταλλαγής υπηρεσιών, ψυχραιμίας, αγγελιοφόρων. Η κάθε ομάδα έχει χωριστεί σε υποομάδες, ανάλογα με τους ειδικούς τομείς δουλειάς. Οι ομάδες συνεδριάζουν με ανοιχτό συνελευσιακό τρόπο κάθε μέρα στις 6 μμ και η ομάδα αγγελιοφόρων εξασφαλίζει ότι οι ανάγκες και οι προτάσεις τους θα γίνουν κοινό κτήμα όλων των ομάδων για την καλύτερη συνεργασία και επίλυση όπιων προβλημάτων.



Οι θεματικές συνελεύσεις


Η λειτουργία των θεματικών συνελεύσεων προέκυψε από την ανάγκη και απαίτηση του κόσμου, όπως εκφράζονταν μέσα από τα ανοιχτά βήματα της συνέλευσης και των διαδικτυακών τόπων (ιστοσελίδα, facebook κλπ.), να υπάρξουν επεξεργασίες και θέσεις για τα καυτά προβλήματα, για όλους αυτούς τους λόγους που κατέβασαν τον κόσμο στους δρόμους και στις πλατείες. Επίσης εξυπηρετούν και την ανάγκη διαμόρφωσης κατάλληλων συνθηκών για μία πιο διεξοδική συζήτηση ειδικών θεμάτων πριν την απόφαση τους, κάτι που η κεντρική λαϊκή συνέλευση δεν θα επέτρεπε σαν διαδικασία να γίνει. Έτσι έχουν δημιουργηθεί θεματικές συνελεύσεις οικονομίας και προτάσεων εξόδου από την κρίση, εργασίας και ανέργων, εκπαίδευσης και φοιτητών, υγείας και ασφάλισης, ποεριβάλλοντος, τεχνολογίας, αλληλεγγύης, ατόμων με ειδικές ανάγκες, δικαιοσύνης και νομικών ζητημάτων, διαβούλευσης του χρέους. Οι συνελεύσεις αυτές συναντιούνται κάθε μέρα στις 7μμ με 9μμ και σε κάποιες από αυτές ήδη πέρνουν μέρος εκατοντάδες κόσμου. Η ουσιαστικοποίηση της λειτουργίας τους σε μεγάλο βαθμό θα βοηθήσει και την τροφοδότηση της συζήτησης και θεματολογίας της λαϊκής συνέλευσης αλλά και την προσπάθεια έκφρασης συγκεκριμένου λόγου για την ανατροπή του σημερινού συστήματος και διεψόδου της χώρας με βάση τη θέληση του λαού.



The art of forgetting

Continental Drift Ηλίας Μαρμαράς


The art of forgetting

Η ανάγκη και το δικαίωμα να ξεχνάς στη ψηφιακή εποχή 1.


Οι νευροεπιστήμονες και οι ψυχολόγοι συζητούν συνεχώς για το τι σημαίνει να ΄΄ξεχνάς΄΄πληροφορίες αποθηκευμένες στον εγκέφαλο ως μακροπρόθεσμη μνήμη 2. Κάποιοι ισχυρίζονται πως τέτοιες πληροφορίες δεν μπορούν να σβηστούν, παρά μόνο μέσω φυσιολογικής καταστροφής των συγκεκριμένων εγκεφαλικών περιοχών. Λένε πως όταν ξεχνάμε, αυτό που χάνεται δεν είναι η ίδια η πληροφορία, αλλά ο σύνδεσμος που οδηγεί σ΄αυτή. Κάτι σαν μια ιστοσελίδα στο διαδίκτυο , που καμία άλλη δεν συνδέεται μαζί της, άρα αφού κανένας σύνδεσμος δεν αναφέρεται σ΄αυτή τη σελίδα, η πληροφορία δεν μπορεί να βρεθεί ακόμα και μετά από τεράστια έρευνα.


Ο Daniel Shacter 3, είναι σκεπτικός απέναντι σ΄αυτήν τη μηχανιστική περιγραφή του ανθρώπινου μυαλού σαν μιας γιγαντιαίας και ακριβούς μεν, αλλά παρόλαυτα ατελούς αρχειοθήκης. <<Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί λέει, να μην παγιδευτούμε σε μεταφορές του τύπου: πως οι υπολογιστές αποθηκεύουν και ανακτούν πληροφορίες και υπό το βάρος της σύγχρονης τεχνολογίας να εκλάβουμε τον ανθρώπινο εγκέφαλο σαν ένα ντετερμινιστικό βιολογικό κομπιούτερ.>> Αντιπροτείνει μια θεώρηση της μακροπρόθεσμης μνήμης, όχι σαν αμετάβλητα χαραγμένη '' πάνω σε πέτρα'' από την οποία μόνο ανακαλούμε, αλλά πως το μυαλό μας διαρκώς αναδιαμορφώνει τις μνήμες βασιζόμενο -τουλάχιστον εν μέρει- στις επιλογές και ανάγκες που έχουμε τη στιγμή που θυμόμαστε. Για τον Shacter η μνήμη είναι ζωντανή, εξελισσσόμενη κατασκευή.


Η A.J, είναι η περίπτωση μιας γυναίκας από την Καλλιφόρνια που ''πάσχει'' από θυμησία 4, δηλαδή μια σπάνια, εκπληκτική δυνατότητα ανάκλησης μνημών, που θα συμφωνούσε με τον Shacter. Μια τέτοια, σχεδόν τέλεια ικανότητα ανάκλησης της μακροπρόθεσμης μνήμης χωρίς πολύ προσπάθεια, μοιάζει αρχικά σαν ουράνιο δώρο. Κανένας λόγος να ανησυχεί κανείς πια ''για το που είναι τα κλειδιά'' ή ''που βρίσκεται παρκαρισμένο το αυτοκίνητο'' , ποια ή ποιος έχει γενέθλια και πως λένε κάποιο γνωστό σου πρόσωπο που συναντάς τυχαία. Αλλά η A.J έχει διαφορετική άποψη. Γι΄αυτήν <<το να θυμάται είναι ταυτόχρονα κάτι που την τρελλαίνει και την κάνει να νοιώθει μοναξιά.>> Η εξαιρετική μνήμη της δεν την καθιστά καθόλου πιο ευτυχή, ούτε πιο πετυχημένη στην επαγγελματική καρριέρα της. Έχει μια σχετικά νορμάλ ζωή, αλλά ξοδεύει ασυνήθιστα πολύ χρόνο βυθισμένη στο παρελθόν της αντί να ευχαριστιέται το παρόν.


Το να ξεχνάμε δεν είναι κάτι που βρίσκεται μόνο στο κέντρο της ανθρώπινης εμπειρίας, είναι επίσης σημαντικό και για τα άλλα ζωντανά πλάσματα, για την ζωή την ίδια. Στην ουσία, η δυσκολία να θυμόμαστε μπορεί να είναι αποτέλεσμα του δεύτερου νόμου της θερμοδυναμικής, ενός από τους πιο στοιχειώδεις κανόνες της φύσης. Σύμφωνα μ΄αυτόν το νόμο, στο σύμπαν -που είναι ένα θερμοδυναμικό σύστημα- η ακαταστασία, το χάος, τείνουν να αυξάνονται. Και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι΄αυτό. Φυσικά, υπάρχει η δυνατότητα μείωσης μέρους της ακαταστασίας σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα, αλλά για να γίνει αυτό απαιτείται έξτρα προσπάθεια -ενέργεια με όρους φυσικής- που οδηγεί τελικά σε μεγαλύτερο χάος- όχι μέσα στον ελεγχόμενο χώρο αλλά απέξω -από αυτό που είχαμε πρίν. Η παραγωγή μνήμης είναι ένα είδος δημιουργίας τάξης μέσα στο μυαλό, που απαιτεί ενέργεια. Η λήθη από την άλλη, που μπορεί να είναι μια τυχαία διαδικασία, δεν απαιτεί υψηλή κατανάλωση ενέργειας. Με άλλα λόγια η φυσική μας λέει πως το να θυμόμαστε, αντίθετα από το να ξεχνάμε τυχαία, είναι πάντα δαπανηρό.


Από τις πρώτες στιγμές εμφάνισης της ανθρωπότητας, προσπαθούμε να θυμόμαστε, να κρατάμε τις γνώσεις μας, να διατηρούμε τις αναμνήσεις μας και γι΄αυτό το λόγο επινοούμε συσκευές και μηχανισμούς προκειμένου να μας βοηθήσουν. Για χιλιετίες, το να ξεχνάμε παρέμενε πιο εύκολο και πιο φτηνό από το να θυμόμαστε. Πόσο πολύ θυμόμασταν και πόσο ξεχνάγαμε άλλαζε από εποχή σε εποχή, σε σχέση με τα εργαλεία που επινοούσαμε. Αλλά στοιχειωδώς τουλάχιστον, θυμόμασταν αυτό που τέλος πάντων θεωρούσαμε αρκετά σημαντικό για να κάνουμε τον κόπο και ξεχνάγαμε τα υπόλοιπα. Μέχρι πρόσφατα, το γεγονός πως το να θυμόμαστε ήταν πάντα λίγο πιο δύσκολο απ΄ότι να ξεχνάμε, μας βοήθησε να αποφύγουμε τη βασική ερώτηση: αν θα θέλαμε να θυμόμασταν τα πάντα για πάντα, εφόσον βέβαια θα μπορούσαμε. Αυτό δεν συμβαίνει πια.


Στη ψηφιακή εποχή που ζούμε, η παλιά ισορροπία μεταξύ του να θυμάσαι και να ξεχνάς έχει διαταραχτεί σημαντικά. Η ψηφιοποίηση, ο δυαδικός κώδικας, δηλαδή η θεωρητική υποστήριξη της ψηφιακής επανάστασης, έχει σαν αποτελέσματα φτηνή αποθήκευση πληροφοριών, εύκολη ανάκτηση τους και τελευταία σχεδόν παγκόσμια δυνατότητα πρόσβασης σ΄αυτές. Σήμερα, το να ξεχνάς είναι δύσκολο και κοστίζει ενώ το να θυμάσαι φτηνό και εύκολο. Με τα ψηφιακά εργαλεία που παρέχονται, είτε ατομικά είτε σαν κοινωνίες, έχουμε αρχίσει να ξεμαθαίνουμε να ξεχνάμε, να σβήνουμε από τις καθημερινές μας πρακτικές έναν από τους πιο στοιχειώδεις μηχανισμούς της ανθρωπότητας. Ας μην ξεχνάμε πως η πληροφορία δεν συνιστά γνώση, η πληροφορία είναι απλά πληροφορία, που μπορεί να οδηγήσει ενδεχομένως σε γνώση, μέσα όμως από πολύπλοκους μηχανισμούς που εμπεριέχουν και τη δυνατότητα της λήθης.


Όπως ειπώθηκε στην αρχή, ευτυχώς ή δυστυχώς η ανθρώπινη λειτουργία του να θυμάσαι, δεν είναι μια μηχανιστική διαδικασία ανάκτησης γεγονότων από το παρελθόν, αλλά μάλλον η συνεχής ανακατασκευή του παρελθόντος βασισμένη στο παρόν. Μάλιστα μοιάζει το παρόν να παίζει μεγαλύτερο ρόλο στη διαδικασία ανάμνησης, από το ίδιο το γεγονός που έχει όντως συμβεί στο παρελθόν. Έτσι έχουμε να κάνουμε με δύο ριζικά διαφορετικές διαδικασίες που σχετίζονται με τη μνήμη και τη λήθη. Ενώ σαν βιολογικά όντα συνεχίζουμε να ξεχνάμε και να ανακατασκευάζουμε τα στοιχεία του παρελθόντος μας, κάποιοι άλλοι μπορούν χρησιμοποιώντας ψηφιακά μέσα να έχουν πρόσβαση στα αποθηκευμένα, μη ανακατασκευασμένα γεγονότα. Δηλαδή ενώ το παρελθόν που θυμόμαστε εμείς αλλάζει και εξελίσσεται, σε μια άλλη εκδοχή αυτό το παρελθόν που έχει ''ψηφιοποιηθεί'' είναι διαρκώς παγωμένο μέσα στο χρόνο. Αυτές οι δύο εκδοχές προφανώς συγκρούονται, από τη μια η παγωμένη μνήμη που έχουν οι άλλοι για μας -κάτι σαν τα αποθηκευμένα data στους servers της Google και του facebook ή οι συνομιλίες που έχουμε κάνει στα chat του Skype, που πρόσφατα αγόρασε η Microsoft- και από την άλλη η διαρκώς εξελισσόμενη μνήμη που αναδύεται μέσα στα κεφάλια μας. Είναι νομίζω προφανές πως αν αυτές οι υποθέσεις ισχύουν, τι συνέπειες θα υπάρξουν στα κοινωνικά, πολιτικά κ.τ.λ επίπεδα που συγκροτούν τις ζωές μας.


Σε μια συνέντευξη του στους New York Times πριν λίγα χρόνια, ο Eric Schmidt (Google's executive) περιέγραψε τη ψηφιακή μνήμη του μέλλοντος <<σαν το να ζεις μαζί με την μόνιμη καταγραφή του ιστορικού σου>> και πρόσθεσε πως <<οι άνθρωποι πρέπει να γίνουν πολύ πιο προσεκτικοί στο πως μιλάνε, πως συσχετίζονται και τι προβάλλουν στους άλλους από τον εαυτό τους.>> Ο υπαινιγμός είναι ξεκάθαρος: αν δεν θέλει κάποιος να εκτεθεί, δεν πρέπει να ασκεί κριτική. Αυτό φυσικά ενδυναμώνει τη διαφορά εξουσίας μεταξύ του επιτηρητή και του επιτηρώμενου, κάτι που θυμίζει το πανόπτικον του J. Bentham 5, δηλαδή το μοντέλο επιτήρησης των φυλακισμένων. Με άλλα λόγια εφόσον κανείς μας δεν ξέρει ποιος και πότε κοιτάζει τις όποιες δημοσιεύσεις μας στο web 2.0, για παράδειγμα, δεν μένει παρά να υποθέσουμε πως αυτό συμβαίνει από οποιονδήποτε και ανα πάσα στιγμή. Διακόσια χρόνια μετά τον Bentham, ο M. Foucault επέκτεινε την ιδέα του πανόπτικον ισχυριζόμενος πως δεν εφαρμόζεται πια μόνο στις φυλακές, αλλά σε όλες τις ιεραρχημένες δομές όπως στα σχολεία, στο στρατό, στους χώρους εργασίας. Αν ο Foucault ζούσε σήμερα, σίγουρα θα περιέγραφε την ψηφιακή μνήμη σαν ένα αποτελεσματικό τρόπο πανοπτικού ελέγχου, που υποστηρίζει τον έλεγχο των ιεραρχικών οργανισμών και τις κοινωνικές δομές, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει και βαθαίνει την ήδη υπάρχουσα άνιση διανομή της εξουσίας που βασίζεται στον έλεγχο της πληροφορίας.


Σε μία από τις ιστορίες του Μπόρχες ο ήρωας Ireneo Funes 6, δεν μπορεί πια λόγω ενός ατυχήματος να ξεχάσει και παραμένει δέσμιος των αναμνήσεων του, καταλήγοντας ανίκανος να σκεφτεί. ''Το να σκέφτεσαι'' λέει ο Μπόρχες ''σημαίνει να αγνοείς (να ξεχνάς) διαφορές, να γενικεύεις, να αφαιρείς''. Μετά το ατύχημα του ο Funes είναι καταδικασμένος να βλέπει μόνο τα δέντρα και ποτέ το δάσος. Το αντίστροφο από αυτό που συμβαίνει στην ''Αναζήτηση του χαμένου χρόνου'' του Μαρσέλ Προύστ, όπου η ανθρώπινη ικανότητα ''του να ξεχνάς'' είναι η πεμπτουσία που μας επιτρέπει να υπερβούμε το μερικό και να αντιληφθούμε το γενικό.

Η ανάγκη να επαναεισάγουμε την ιδέα της λήθης στη ψηφιακή εποχή, η επινόηση ενός είδους ''art of forgetting'', είναι ένα ακόμα επιτακτικό αίτημα που αντιμετωπίζουμε. Οι πληροφορίες, και όχι μόνο αυτές που αφορούν στα άμεσα προσωπικά δεδομένα, αλλά όλες οι πληροφορίες που προκύπτουν από τις ψηφιακές μας διαδρομές στα δίκτυα, πρέπει να αποκτήσουν ημερομηνία λήξης. Αλλιώς, σύντομα δεν θα μιλάμε μόνο για ένα χωρικό πανόπτικον αλλά και για χρονικό, ένα πλέγμα φτιαγμένο από όλες τις λέξεις και τις πράξεις μας, που θα συνθλίβει κάθε θέληση μας να πούμε αυτό που εννοούμε, αποτρέποντας μας από κάθε ουσιαστική εμπλοκή στην κοινωνία.



1. Το παρακάτω άρθρο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο βιβλίο Delete, του Viktor Mayer - Schönberger, καθηγητή στο τμήμα Internet Governance and Regulation, στο Oxford Internet Institute.

2. Η ικανότητα ενός ατόμου να συγκρατεί πληροφορίες για ένα χρονικό διάστημα, που κυμαίνεται από λεπτά ή ώρες, μέχρι μήνες ή χρόνια.

3. Daniel Schacter, αμερικανός καθηγητής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ http://en.wikipedia.org/wiki/Daniel_Schacter

4. http://en.wikipedia.org/wiki/Hyperthymesia

5. Jeremy Bentham, άγγλος νομικός και φιλόσοφος του 18ου αιώνα, http://en.wikipedia.org/wiki/Jeremy_Bentham

6. ''Funes el memorioso'' , διήγημα του Jorge Luis Borges. http://en.wikipedia.org/wiki/Funes_the_Memorious


The art of forgetting

Μάλιστα μοιάζει το παρόν να παίζει μεγαλύτερο ρόλο στη διαδικασία ανάμνησης, από το ίδιο το γεγονός που έχει όντως συμβεί στο παρελθόν. Έτσι έχουμε να κάνουμε με δύο ριζικά διαφορετικές διαδικασίες που σχετίζονται με τη μνήμη και τη λήθη. Ενώ σαν βιολογικά όντα συνεχίζουμε να ξεχνάμε και να ανακατασκευάζουμε τα στοιχεία του παρελθόντος μας, κάποιοι άλλοι μπορούν χρησιμοποιώντας ψηφιακά μέσα να έχουν πρόσβαση στα αποθηκευμένα, μη ανακατασκευασμένα γεγονότα.


Απόσπασμα από άρθρο του Ηλία Μαρμαρά



Κοντέινερ #17, κυκλοφορεί Δευτέρα 6 Ιουνίου με την Ελευθεροτυπία

Ατενύστας


Γιατί το βασικότερο είναι πως οι atenistas δεν είναι απολιτικοί, όπως τους βολεύει να πλασάρονται. Οι εμπνευστές τους έχουν συγκεκριμένη και συχνάκις καταγεγραμμένη στα media που αρθρογραφούν κοσμοθεωρία, η οποία (όλως τυχαίως) έρχεται και «κουμπώνει» με πλάνα και σχέδια εργολάβων, επενδυτών και, άμα λάχει, πριμοδότηση των δημάρχων που θα τα βοηθήσουν.

Απόσπασμα από άρθρο του Σπύρου Δερβενιώτη

Κοντέινερ #17, κυκλοφορεί Δευτέρα 6 Ιουνίου με την Ελευθεροτυπία

Λαρς Φον Τρίερ - Ο «προβοκάτορας»

Γυναίκες


Μετά την ταινία μου Μήδεια, έχω γυναίκες στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και αυτό γιατί πραγματικά δουλεύω πολύ πιο καλά μαζί τους. Το πρόβλημα με τους άντρες είναι ότι σε κατουράνε πίσω από την πλάτη σου και μένουν μόνο στους μυς τους, ενώ η γυναίκα από τη φύση της τα δίνει όλα και είναι η μόνη που επιβιώνει σε στιγμές κρίσης. Είναι πιο καλές οι γυναίκες και σε καταλαβαίνουν.

Συνέντευξη του Λαρς Φον Τρίερ στην Ελευθερία Γεροφωκά


Κοντέινερ #17, κυκλοφορεί Δευτέρα 6 Ιουνίου με την Ελευθεροτυπία


Η ιστορία του ευέξαπτου βοσκού και του πιστού σκύλου

Στα μπουζούκια όταν ξεκινήσει το πρόγραμμά στις 23.40 σβήνουν τα φώτα και μια μικρή τραγουδίστρια σε ένα μικρό καμαρίνι φιλάει ένα μικρό αρκουδάκι που της έχουνε πάρει δώρο δύο μικροί θαυμαστές που έχουν γράψει σε ένα μικρό καρτελάκι «θα σε λατρεύουμε για πάντα γιατί είσαι η καλύτερη, πόσο σε αγαπάμε, με αγάπη, Γιάννης - Κατερίνα» για να πάρει δύναμη και ενέργεια. Η μικρή τραγουδίστρια θα πει κάποια επιτυχημένα τραγούδια διασκευασμένα από τον νεαρό μαέστρο και μετά θα φύγει ιδρωμένη προσπαθώντας ν’ αφήσει στην πίστα με το τακουνάκι της όσο πιο πολλά σημάδια γίνεται για να βρει το δρόμο του γυρισμού.

Απόσπασμα από άρθρο του Ευθύμη Φιλίππου


Κοντέινερ #17, κυκλοφορεί Δευτέρα 6 Ιουνίου με την Ελευθεροτυπία

ΦΕΤΟΣ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΘΑ ΦΟΡΕΘΕΙ ΠΟΛΥ!














Όταν παρουσιάστηκαν κινήματα αντίστασης στη διαφημιστική πλύση εγκεφάλου, τα οποία παραποιούσαν διαφημίσεις (adbusting), οι ίδιες οι εταιρείες τα πρόβαλαν ως «το νέο hip» σε μια συντεταγμένη προσπάθεια καπήλευσής τους στο πλαίσιο της προώθησης προϊόντων. Το στοιχείο της ειρωνείας και της αυτο-υπονόμευσης έγινε βασικό συστατικό των διαφημίσεων, όσο οι εμπνευστές τους έβλεπαν το νεανικό κοινό να αδιαφορεί και να οργίζεται τόσο με την προωθούμενη επιχειρηματική κουλτούρα, όσο και με τις οικονομικές ή πολιτικές συνθήκες που επέτρεψαν την ανάπτυξή της.

Απόσπασμα από άρθρο της Κατερίνας Κιτίδη


Κοντέινερ #17, κυκλοφορεί Δευτέρα 6 Ιουνίου με την Ελευθεροτυπία