Την περασμένη εβδομάδα, κατόπιν επιμονής ενός φίλου και παρά την αρχική απροθυμία μου, βρέθηκα στο bar-restaurant Balthazar. Πέμπτη βράδυ και στον ευχάριστο κατά τα άλλα κήπο ένιωσα σαν να βρισκόμουν σε άλλη χώρα ή σε άλλο χρόνο. Αλλά πρώτα λίγη ιστορία: Το Balthazar το άνοιξαν το 1973 η συγγραφέας Καίη Τσιτσέλη και ο Νίκος Παλαιολόγος και για δέκα περίπου χρόνια υπήρξε ένα εστιατόριο-θρύλος (βλ. εδώ). Το Balthazar ήταν ένα από τα πρώτα μπαρ που επισκέφθηκα στην Αθήνα το 1985, έχοντας μόλις κατέβει στην πρωτεύουσα, πρωτοετής φοιτήτρια. Τότε δεν το είχαν πια η Τσιτσέλη και ο Παλαιολόγος. Τότε επίσης ξεκινούσε η κουλτούρα του βάρβαρου νεοπλουτισμού της δεύτερης πασοκικής τετραετίας. Ίσως γι’ αυτό να μη μου άρεσε ποτέ πολύ το Balthazar ούτε το αδελφό τότε Rock’n’roll. Γι’ αυτό να μην έγιναν στέκια μου. Καταλάβαινα τους φίλους που τα είχαν ζήσει σε εποχές περασμένης δόξας, αλλά η Ελλάδα της «πόρτας», του «πούρου» και του γενικότερου νεοπλουτισμού, ακόμα και στην πιο ποιοτική εκδοχή της, ποτέ δεν μ’ έκανε να αισθανθώ άνετα. Στο Balthazar πήγα λίγες σχετικά φορές μέσα σ’ αυτά τα 26 χρόνια που έχουν περάσει από το 1985.
Και την προηγούμενη βδομάδα διαπίστωσα ότι το Balthazar δεν έχει αλλάξει καθόλου. Πέμπτη βράδυ, ο κήπος ήταν ασφυκτικά γεμάτος από έναν κόσμο που έμοιαζε να μην έχει ακούσει λέξη για την κρίση. Απ’ ό,τι έμαθα διατηρείται ακόμα, έστω και χαλαρά, η «πόρτα». Κι εγώ, τη στιγμή που κατέβαινα από το ταξί, αναρωτιόμουν πώς ζήσαμε τόσα χρόνια εκείνη την ηλιθιότητα! Οι θαμώνες του Balthazar, ακόμα κι αν ζουν στο κέντρο της πόλης, είμαι βέβαιη πως βλέπουν την εξαθλίωσή του μόνο στην τηλεόραση, πως ξέρουν για τους «αγανακτισμένους», τις πορείες και τα επεισόδια από τα δελτία των οκτώ. Τίποτα δεν έδειχνε να έχει αλλάξει από εκείνο το καλοκαίρι της κούρσας του Χρηματιστηρίου, όταν ακόμα και στις παραλίες από τα κινητά εκφέρονταν οι λέξεις «πούλα» και «αγόρασε» πιο συχνά κι από το εκνευριστικό «έλα, πού είσαι;». Την εποχή που το μήκος και η διάμετρος του πούρου είχαν αποκτήσει χαρακτήρα δήλωσης πλούτου, κύρους, και φυσικά λεπτού γούστου. Που το να περνάς τις πόρτες αντίστοιχων κέντρων διασκέδασης και να σου μιλούν με το μικρό σου όνομα μπάρμαν και γκαρσόνια ήταν ατράνταχτο τεκμήριο επιτυχίας. Η «κοινή αφήγηση με θετικό δημιουργικό πυρήνα», που την απουσία της ανακαλύπτει όψιμα ο Γ. Βούλγαρης στο άρθρο του της 18/6 στα Νέα, τότε χάθηκε για την ελληνική κοινωνία. Τότε που επικράτησε η αφήγηση του απόλυτου ατομισμού, του εύκολου χρήματος και μαζί της η απίστευτη κενότητα. Και η απαξίωση του συστήματος ξεκίνησε με τη «φούσκα» του χρηματιστηρίου και συνεχίστηκε, αφού τελείωσε η εθνεγερτική φαντασίωση των Ολυμπιακών αγώνων, με μια καταιγίδα σκανδάλων, με τον ξεπεσμό της πολιτικής σε πρακτικές που θύμιζαν ιταλική μαφία, με εξωφρενικές δηλώσεις υπουργών περί «νομίμου» και «ηθικού». Φυσικά πάντα υπήρχαν και υπάρχουν ενδιαφέρουσες, θετικές και δημιουργικές αφηγήσεις ατόμων ή μικρών ομάδων, αλλά το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού «έχασε την μπάλα», δεν ήξερε πια τι να πιστέψει, από πού να κρατηθεί. Οι «Ολυμπιακοί αγώνες», η τελευταία του φαντασίωση, ξεχάστηκαν σχεδόν με την τελετή λήξης και άφησαν πίσω τους απλήρωτους λογαριασμούς και το Μπάντμιντον, η είσοδος στη ζώνη του ευρώ φαινομενικά τουλάχιστον τον οδήγησε στη χειρότερη κρίση των τελευταίων σαράντα χρόνων, το πελατειακό σύστημα με το οποίο τον χειρίζονταν όλα αυτά τα χρόνια εξεμέτρησε τις μέρες του. Και τώρα τι;
Σήμερα, οι γραφιάδες των εφημερίδων ανακαλύπτουν το τέλος των κοινών αφηγήσεων και την απαξίωση της πολιτικής και του κοινοβουλευτικού συστήματος στην πλατεία Συντάγματος, στην αγανάκτηση και στα συνθήματα του τύπου «να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή». Αντανακλαστικά δεινοσαύρου. Τόσα χρόνια τώρα, ποια ήταν η «κοινή αφήγηση» που συνέδεε και ενέπνεε την ελληνική κοινωνία;
Δεν διάλεξα τυχαία το παράδειγμα του Balthazar, το διάλεξα γιατί το Balthazar της δεκαετίας 1973-1983 αποτελούσε πράγματι έναν τόπο όπου συγκεντρώνονταν άνθρωποι που τους συνέδεε και τους ενέπνεε μια κοινή, θετική και δημιουργική, αφήγηση για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, ενώ το ίδιο εστιατόριο στη δεκαετία του ’90 ήταν πια ένας τόπος που εξέθετε αναίσχυντα την κατάρρευση κάθε κοινής αφήγησης. Γιατί λοιπόν κρούουν τώρα τον κώδωνα του κινδύνου οι αρθρογράφοι των εφημερίδων, γιατί δεν βλέπουν ότι στο Σύνταγμα αρθρώνονται κάποια ψήγματα έστω αυτής της νέας κοινής αφήγησης, γιατί δεν αντιλαμβάνονται επίσης ότι καθετί θετικό, και οι «κοινές αφηγήσεις» φυσικά, ξεκινά από μια άρνηση, από μια απόρριψη.
Αποτελεί κοινό τόπο στις εφημερίδες ότι το μόνο που ζητούν οι συγκεντρωμένοι στις πλατείες είναι να μην αλλάξει τίποτα, ότι το μόνο που νοσταλγούν είναι η Ελλάδα της προ κρίσης περιόδου με όλη τη γνωστή παθολογία της. Κι όμως αν πάει κανείς ένα βράδυ στην πλατεία Συντάγματος και το ίδιο ή ένα άλλο βράδυ στο Balthazar, θα καταλάβει ότι οι άνθρωποι στην πλατεία Συντάγματος έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται πως η Ελλάδα πρέπει ν’ αλλάξει, πως η κοινή αφήγηση πρέπει να φτιαχτεί, πως πρέπει να ξαναβρούν κάτι να πιστέψουν. Κάποιοι απ’ αυτούς το έχουν καταλάβει άτσαλα, αφελώς, χωρίς βαθιά σκέψη, χωρίς σαφείς διατυπώσεις. Κάποιοι απ’ αυτούς θα αλλάξουν πραγματικά μέσα απ’ αυτή την εμπειρία. Κάποιοι θα βρουν στοιχεία για να φτιάξουν αυτή την «κοινή αφήγηση». Αυτοί που δεν το έχουν καταλάβει είναι οι θαμώνες του Balthazar. Γι’ αυτό και δεν με νοιάζει τι έκαναν πριν το Σύνταγμα οι συγκεντρωμένοι στην πλατεία. Γι’ αυτό και δεν έχει μεγάλη σημασία αν πούλησαν την ψήφο τους για μια θέση στο Δημόσιο, αν είναι εθνικιστές ή αριστεριστές, φοροφυγάδες ή προώρως συνταξιοδοτηθέντες, ή αν μέχρι χτες ονειρεύονταν να περάσουν ένα βράδυ τη σκληρή ή χαλαρή πόρτα του Balthazar. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι βρίσκονται τώρα εδώ και συμμετέχουν στο συμβάν, σ’ ένα συμβάν που τους έχει ήδη ή πρόκειται να τους αλλάξει.
Και νομίζω πως αυτό το αίτημα της αλλαγής, το «Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε», έχει περισσότερες πιθανότητες να το συνειδητοποιήσει η πλατεία Συντάγματος, περισσότερες σίγουρα από τους θαμώνες του Balthazar, περισσότερες ίσως κι από τον πρωθυπουργό, την κυβέρνησή του κι ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού, που συνεχίζουν να απαξιώνουν και να εξευτελίζουν τις αξίες που θα μπορούσαν να στηρίξουν μια «κοινή αφήγηση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου