Αντώνης Μπαλασόπουλος
http://radicaldesire.blogspot.com/
“Το τέλος της βίας”: στα ελληνικά, η φράση σημαίνει δύο πράγματα τα οποία μοιάζουν ασύμβατα μεταξύ τους. Τον σκοπό της βίας, αυτό στο οποίο αποσκοπεί η άσκησή της· και την άρση ή εξάλειψή της, την ολοκλήρωση του κύκλου της.
Στην πρώτη περίπτωση, βρισκόμαστε στο μέσο της νομικής και της πολιτικής θεωρίας, στην συζήτηση για τον αλληλένδετο ή αντιπαραθετικό χαρακτήρα της σχέσης μέσων και στόχων, για την έννομη και παράνομη χρήση βίας, για την συντακτική και την παραβατική βία, για την σχέση της βίας με το δίκαιο (θεϊκό και ανθρώπινο), αλλά και με την δικαιοσύνη, ιδιαίτερα την κοινωνική δικαιοσύνη. Πρόκειται για μια συζήτηση που έχει αποκτήσει τεράστιες διαστάσεις, ξεκινώντας από την σύντομη αλλά προκλητική συζήτηση της σχέσης βίας και δικαιοσύνης στους Στοχασμούς του Πασκάλ, ή βίας και κράτους στον Λεβιάθαν του Τόμας Χομπς· και καταλήγοντας, στον εικοστό αιώνα, στους Στοχασμούς για τη βία του Ζορζ Σορέλ, την πυκνή και δυσερμήνευτη σκέψη του Βάλτερ Μπένγιαμιν της “Κριτικής της βίας”, ή τις επισκέψεις των Ζορζ Μπατάιγ, Πιέρ Κλαστρ, Ρενέ Ζιράρ, Τζόρτζιο Αγκάμπεν, Ζακ Ντεριντά, Σλαβόι Ζίζεκ, Στάθη Γουργουρή και Κώστα Δουζίνα στις νομικές, πολιτικές και θρησκευτικές διαστάσεις του προβλήματος “βία”.
Στην δεύτερη περίπτωση, αυτή της άρσης ή εξάλειψης της βίας, βρισκόμαστε μάλλον στον πυρήνα της ουτοπικής σκέψης, του οραματισμού του τέλους των συγκρούσεων και των ανταγωνισμών, όπως αυτή αποτυπώνεται ήδη στο γνωστό εδάφιο του βιβλίου του Ησαϊα (“Και ο λύκος θέλει συγκατοικεί μετά του αρνιού, και η λεοπάρδαλις θέλει αναπαύεσθαι μετά του εριφίου” Ησ. 11.6), και όπως ξεδιπλώνεται στα μεγαλόπνοα σχέδια μιας σειράς ουτοπιστών και οραματιστών της επί γης ειρήνης, ή στην φιλοσοφικά στιβαρότερη διερεύνηση του “Για την αιώνια ειρήνη” (1795) του Ιμμάνουελ Καντ.
Όμως η αντίληψη περί του ασύμβατου μεταξύ των δύο ερμηνευτικών εκδοχών ενός “τέλους” της βίας δεν είναι ολότελα ακριβής. Υπάρχει επίσης μια προσπάθεια, τουλάχιστο κατά τον εικοστό αιώνα, να υπερκεραστεί η αντίφαση ανάμεσα στις δύο αυτές ερμηνείες μέσω της σύλληψης ενός είδους βίας του οποίου τέλος ή σκοπός δεν είναι άλλος από το τέλος της ίδιας της βίας. Η προσπάθεια αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κομμουνιστική ή αναρχική, αν και θα ήταν ακριβέστερο να την δει κανείς ως έκφανση ενός από τα ζωτικά σημεία επαφής του κομμουνισμού και του αναρχισμού ή αντιεξουσιασμού. Έτσι η έννοια της “θείας” ή “καθαρής" βίας στην “Κριτική της βίας” (1921) του Βάλτερ Μπένγιαμιν έχει απασχολήσει τόσο την μαρξική όσο και την αναρχική κριτική παράδοση, εμφανιζόμενη ως απόπειρα να σκεφτεί κανείς μια βία της οποίας στόχος είναι ακριβώς η υπερκέραση της βίας, πέρα από κάθε νομικό ή πολιτικό στόχο ή σκοπό.
Εδώ όμως θα ήθελα να πω δυο λόγια για ένα σαφώς λιγότερο συζητημένο τα πρόσφατα χρόνια δοκίμιο. Το δοκίμιο ανήκει, χωρίς αμφιβολία, σε μια από τις διασημότερες, αν όχι την διασημότερη πολιτική φυσιογνωμία του εικοστού αιώνα, αυτή του Βλάντιμιρ Ίλιτς Λένιν. Ο τίτλος του είναι “Για την απονέκρωση του κράτους”. Το δοκίμιο γράφτηκε το 1917 –τη χρονιά, φυσικά, της Οκτωβριανής επανάστασης– και η απόφαση να μιλήσει κανείς για αυτό μπορεί να ακούγεται αρχικά αρκετά παράξενη. Δεν είναι ο Λένιν ο κατεξοχήν θεωρητικός της “δικτατορίας του προλεταριάτου”, ο καθ’ ύλιν αρμόδιος για την οργάνωση και διεύθυνση της μπολσεβικικής βίας; Και δεν εντάσσεται τόσο η θεωρητική όσο και η πρακτική δραστηριότητά του ξεκάθαρα στα πλαίσια μιας αντίληψης για την βία ως μέσου, ως εργαλείου για την επίτευξη ενός αλλογενούς, άσχετου με την ηθικά απεχθή φύση της βίας, σκοπού που λέγεται σοσιαλισμός ή, τελικά, κομμουνισμός;
Αλλά το “Για την απονέκρωση του κράτους” είναι ένα αρκετά παράξενο δοκίμιο. Και είναι παράξενο λιγότερο επειδή οραματίζεται ως απώτερο τέλος ή σκοπό της προλεταριακής βίας το τέλος της ίδιας της βίας, και συνεπώς το τέλος του κράτους ως φορέα αναπόφευκτων και ακόμα και απαραίτητων καταναγκασμών, αλλά επειδή στην θέση της δεν οραματίζεται τίποτε λαμπρότερο, τίποτε εντυπωσιακότερο και τίποτε θελκτικότερο από την “συνήθεια”.
Αλλά ας συνοψίσω τις βασικές διαστάσεις του λενινιστικού επιχειρήματος: αφού έχει εδραιώσει τον αυτο-υπονομευτικό χαρακτήρα της δημοκρατίας, η οποία συνδυάζει τα τυπικά δημοκρατικά δικαιώματα με το αισχρό παραπλήρωμα μιας σειράς σιωπηρών και λιγότερο ή περισσότερο βίαιων “περιορισμών”, “αποκλεισμών”, και “εξαιρέσεων” που την καθιστούν “δημοκρατία για την μηδαμινή μειοψηφία”, ο Λένιν περιγράφει την προλεταριακή υπερκέρασή της στη διάρκεια τεσσάρων, χονδρικά, σταδίων. Το πρώτο είναι βέβαια η επανάσταση, άμεσα βίαιη σε χαρακτήρα· το δεύτερο αφορά το αδιευκρίνιστα μακρό στάδιο της “δικτατορίας του προλεταριάτου”, στόχος της οποίας είναι η εξάλειψη των μορφών βίας που εμπεριέχονται στο αστικό κράτος και την καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας· το τρίτο στάδιο είναι η ανάδυση της πραγματικής δημοκρατίας, της δημοκρατίας για όλους· το τελευταίο στάδιο, το οποίο ακολουθεί σε αδιευκρίνιστο χρονικό διάστημα, είναι η “απονέκρωση” τόσο της δημοκρατίας όσο και του κράτους. Όσο πληρέστερη γίνεται η δημοκρατία, σημειώνει ο Λένιν, τόσο πιο περιττή καθίσταται, ώστε το τέλος να “απονεκρωθεί” μόνη της, και μαζί της να απονεκρωθεί επίσης το κράτος, του οποίου η πραγματική υπερκέραση μπορεί να έλθει μόνο όταν καταστεί πλήρως υλοποιήσιμη και όχι απλώς ουτοπική η αρχή: “ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του”.
Τι μένει μετά την εκπλήρωση-ως-απονέκρωση της δημοκρατίας και του κράτους; Τίποτε άλλο από τη συνήθεια: “Οι άνθρωποι, λυτρωμένοι από την κεφαλαιοκρατική δουλεία, από τις αναρίθμητες φρίκες, τις αγριότητες, τους παραλογισμούς και τις ατιμίες της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να τηρούν τους στοιχειώδεις κανόνες συμβίωσης, γνωστούς από αιώνες και που χιλιάδες τώρα χρόνια επαναλαμβάνονται σε όλους τους κώδικες, να τους τηρούν δίχως βία, δίχως καταναγκασμό, δίχως υποταγή, δίχως ιδιαίτερο μηχανισμό καταναγκασμού που λέγεται κράτος.” Είναι, ομολογουμένως, ένα πολύ παράξενο όραμα: πρώτον επειδή φαίνεται ολότελα παράλογο να απαιτείται τόση μακροχρόνια και επίπονη προσπάθεια από την ανθρωπότητα ώστε να καταλήξει απλώς να μάθει “σιγά-σιγά” να τηρεί κανόνες συμβίωσης που είναι “στοιχειώδεις” και γνωστοί “από αιώνες”. Τι είδους συνήθεια είναι αυτή για την ανάδυση της οποίας απαιτείται ένα εντελώς ασυνήθιστο (και ιστορικά απραγματοποίητο) επίτευγμα όπως αυτή της πραγματικής υλοποίησης του κομμουνισμού; Και πώς γίνεται το μακρινό παρελθόν, το οποίο και η πιο στοιχειώδης μαρξιστική οπτική θα έβλεπε με όρους ταξικών συγκρούσεων, βίας και ανθρώπινης εκμετάλλευσης, να προβάλλεται λίγο-πολύ ως μοντέλο για το μακρινό και άπιαστο ακόμη μέλλον;
Η συνήθεια που οραματίζεται ο Λένιν είναι πράγματι κυριολεκτικά ασυνήθιστη. Γιατί δεν πρόκειται για την συνήθεια με μια γενική ή ουδέτερη έννοια· μάλλον, η λενινιστική συνήθεια είναι το καθαρό μέσο δια του οποίου επιλύεται ένα άλυτο αλλιώς πρόβλημα: αν η προλεταριακή βία καταλύει την αστική με βίαια μέσα, τι θα μπορούσε ποτέ να καταλύσει την προλεταριακή βία χωρίς να καταφύγει το ίδιο στη βία; Η συνήθεια ως λυτρωτικό σημάδι του κομμουνιστικού μέλλοντος δεν είναι τίποτε άλλο από το όνομα του μη βίαιου τέλους της βίας, το παράγωγο και απότοκο μιας εξάλειψης που θα είναι η ίδια αναίμακτη στον βαθμό που θα είναι επίσης ασυνείδητη, ασυναίσθητη, “φυσική”. Γιατί καμία ενσυνείδητη προσπάθεια να μπει τέλος στη βία δεν μπορεί να κάνει άλλο από το να ξανα-αρχίσει τον κύκλο της, καταδικάζοντας τον εαυτό της στον κύκλο της μιμητικής επανάληψης που ανέλυσε διεξοδικά ο Ρενέ Ζιράρ.
Το τέλος της βίας δεν μπορεί να είναι τέλος, σκοπός, στόχος, εάν με αυτές τις λέξεις υποδηλώνουμε κάτι το ενσυνείδητο, αυτό που προκύπτει από την βούληση· μπορεί να έρθει μόνο ανεπαίσθητα, χωρίς να φέρει καν το σωστό όνομά του, “όπως ο κλέφτης τη νύχτα” (Παύλος, Προς Θεσσαλονικείς, 5.2). Έχουμε όμως έτσι ήδη έμμεσα απαντήσει και στο δεύτερο ερώτημα που θέσαμε για το παράξενο αυτό δοκίμιο: ο λόγος για τον οποίο ο Λένιν περιγράφει την μελλοντική, λυτρωτική αυτή συνήθεια της οποίας το άλλο όνομα είναι τέλος της βίας ως κάτι γνωστό από αιώνες είναι βέβαια ότι σφάλλει. Αλλά το σφάλμα αυτό δεν είναι ουδέτερο· είναι η επιτελεστική αποτύπωση, κόντρα στις βασικές ιστορικές διαπιστώσεις του ίδιου του μαρξισμού, των συνεπειών που θα έχει για τη σκέψη το τέλος της βίας. Η ανάδυση της συνήθειας ως τελικού ορίζοντα του ζειν, είναι επίσης απότοκο του τέλους της ιστορίας, και αυτό το τέλος δεν είναι παρά η εγκαινίαση της μεγάλης λήθης, του ανεπαίσθητου, αχρονογράφητου σβησίματος και του τελευταίου χαρτογραφικού ίχνους που θα μπορούσε να μας θυμίσει πώς και από ποια ανεντόπιστα πια μονοπάτια φτάσαμε να ζούμε χωρίς βία, μετά τη βία, από την άλλη της όχθη.